- ἄζας
- ἄζᾱς , ἄζαheatfem acc plἄζᾱς , ἄζαheatfem gen sg (doric aeolic)ἄζᾱς , ἄζοςdryfem acc plἄζᾱς , ἄζοςdryfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αζάς — (4ος αι. μ.Χ.). Διάκονος από τη Βηθνηρή της Περσίας. Μαρτύρησε επί Σαπφώρ Β’ (309 319), με τον πρεσβύτερο Ιάκωβο. Οδηγήθηκαν και οι δύο στον μάγο Αργωχαιγάρ και, επειδή δεν πείστηκαν να θυσιάσουν στον ήλιο και στη φωτιά, αφού κρεμάστηκαν γυμνοί,… … Dictionary of Greek
Ἀζᾶς — Ἀζεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЗАДАН — [Аза; греч. ̀ρδβλθυοτεΑζας, ̓Αζᾶς], мч. Персидский (пам. 10 апр.) см. Иаков, А. и Авдикий … Православная энциклопедия
ИАКОВ, АЗАДАН И АВДИКИЙ — Иаков [греч. ᾿Ιάκωβος], Азадан [Аза; греч. ᾿Αζᾶς, ῎Αζης, ᾿Αζαδάνης] и Авдикий [Абдиисус; греч. ᾿Αβδιησοῦς], мученики Персидские (пам. 10 апр., пам. зап. 22 апр.). Согласно визант. церковному историку V в. Созомену, пресв. И., диаконы Аз. и Ав.… … Православная энциклопедия